- ἀλυσθένεια
- ἀλυσθένεια, ἡ,A = ἀσθένεια, EM70.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλυσθένειαν — ἀλυσθένεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)